- καλός
- Ονομασία δύο οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 83 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, στο μέσο της Μάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου.
* * *-ή, -ό (AM καλός, -ή, -όν)1. (για πρόσ.) α) (με ηθική σημ.) αγαθός, ενάρετος, χρηστός, έντιμος, άκακος (α. «καλός άνθρωπος» β. «καλή ψυχή»)β) ικανός, ευσυνείδητος, επιμελής, επιτήδειος, που έχει ανεπτυγμένες τις ιδιότητες και ικανότητες τις οποίες απαιτεί η φύση ή η θέση του (α. «καλός υπάλληλος», β. «καλός μαθητής» γ. «καλή νοικοκυρά»)2. (για αφηρ. ένν., πράξεις, αισθήματα και ιδιότητες) αυτός που επιδοκιμάζεται, ηθικά ωραίος, συνετός, έντιμος, σωστός («καλός λόγος»«καλή σκέψη»)3. (για πράγματα, φαινόμενα, καταστάσεις και ενέργειες) ευμενής, ωφέλιμος, ευνοϊκός, πρόσφορος (α. «οι ειδήσεις απόψε δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά», Αισχύλ.)4. (για πράγμα που γίνεται αντιληπτό με την όραση) αυτός που βλέπεται ευχάριστα, όμορφος, αισθητικά ωραίος (α. «καλός πίνακας» β. «πᾱν κτίσμα Θεοῡ καλόν», ΚΔ)5. (για πρόσ.) ωραίος στην όψη, στη μορφή, στην εμφάνιση, καλοκαμωμένος (α. «είναι καλή στο πρόσωπο» β. «αὐθέντρια καλή», Διγ. Ακρ.γ. «γυνὴ προσελθοῡσα καλὴ καὶ εὐειδής», Πλάτ.)6. κατάλληλος, ικανοποιητικός, ενδεδειγμένος («καλή γη»)7. (το αρσ. και το θηλ. εν. με γεν. τής κτητ. αντων. ή ως επιφ.) ο καλός μου, η καλή μου (σου, του, της) και καλέ μου, καλή μουο ή η σύζυγος, ο αρραβωνιαστικός ή η αρραβωνιαστικιά, ο αγαπημένος ή η αγαπημένηνεοελλ.1. (για αποχαιρετιστήρια ευχή) αίσιος, ευτυχής, ευχάριστος (α. «καλό ταξίδι» β. «καλή χρονιά»)2. το θηλ. ως ουσ. η καλή (ενν. όψη ή πλευρά ή μεριά)η πρόσθια όψη υφάσματος3. το ουδ. εν. ως ουσ. το καλόα) ωφέλεια, συμφέρον («δεν ξέρεις ποιό είναι το καλό σου»)β) ευτυχίαγ) καλός τρόπος, ευμενής διάθεση, καλή συμπεριφορά («τού μίλησα με το καλό»)δ) (αισθ.) το αισθητικά ωραίοε) (ηθ.) έννοια που εκφράζει σε γενικότατη μορφή ό,τι είναι ηθικό και χρηστό, ό,τι ανταποκρίνεται στα αιτήματα τής ηθικότητας, ο αντίποδας τού κακού4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καλάτα προσήκοντα, τα πρέποντα5. μεγάλος, ισχυρός (α. «έφαγε μια καλή μερίδα» β. «τού 'δωσα ένα καλό χαστούκι»)6. (η κλητ. εν. τού αρσ.) καλέα) (ως επιφών. ή ως παραπλήρωμα στίχου)i) κλητικό (Α. «καλέ συ» β. «καλέ πατέρα»)ii) για δήλωση εκπλήξεως, θαυμασμού ή απορίας (α. «καλέ, πώς μεγάλωσες!» β. «καλέ, τί ακούω!»)iii) για δήλωση ειρωνείας (α. «καλέ, τί μάς λες!» β. «καλέ άντες!»)β) ως παρακελευσματικό μόριο («καλέ, κάνε γρήγορα ό,τι σού λέω!»)7. φρ. α) «καλή λευτεριά» — ευχή σε εγκύους για φυσιολογικό τοκετό ή σε υποδούλους για απελευθέρωσηβ) «καλά στέφανα» — ευχή για μνηστευμένους μελλόνυμφουςγ) (ειρωνικά) «ώρα του καλή» — για δήλωση αδιαφορίας τού ομιλητή για κάποιον ή κάτι που φεύγειδ) «καλή ώρα» και «καληώρα»i) ως εισαγωγικό σε παρομοίωση ή σύγκριση ή αναδρομἡ (α. «είναι ανάποδο παιδί, καληώρα σαν τον γιο σου» β. «ήταν καλοκαίρι σαν καληώρα»)ii) σε ευτυχισμένη ώρα («να πάρεις... άνδρα σου... εκείνον το χρυσό αϊτό που βρέθηκε καλή ώρα», Ερωτόκρ.)ε) «είμαι στα καλά μου» ή «είμαι στις καλές μου» — είμαι σε καλή ψυχική διάθεση, είμαι ευδιάθετοςστ) «καλό και τούτο» — για δυσάρεστο συμβάν ή πάθημαζ) «μια και καλή» — μια για πάνταη) «από την καλή»i) (ειρων. και κατ' ευφημ.) κατά βάθος, και από την κακή πλευρά («τόν ξέρω αυτόν από την καλή»)ii) απερίφραστα, έξω από τα δόντια («τού τά 'ψαλα από την καλή» — τού μίλησα ανοιχτά, χωρίς ενδοιασμούς)θ) «το καλό που σού θέλω» — άκουσε τη συμβουλή μου γιατί είναι για το συμφέρον σουι) «βγαίνω σε καλό» — έχω καλή εξέλιξηια) «λέγω καλό» και «λέγω καλά» — εκφράζομαι επαινετικάιβ) «για (το) καλό (μου, σου κ.λπ.)» — για όφελός μου, σου κ.λπ.ιγ) «σε καλό σου» — για δήλωση αποδοκιμασίας, απορίας ή και αγανακτήσεωςιδ) «στο καλό» — ως ευχή σε κάποιον που φεύγειιε) (κατ' ευφ.) «άι στο καλό» και «πήγαινε στο καλό, χριστιανέ μου» — στην οργή, στ' ανάθεμαιστ) «για καλό και για κακό» και «καλού-κακού» — για κάθε ενδεχόμενοιζ) «τόν πήρα από καλό» — τόν είδα με καλό μάτι, τόν συμπάθησαιη) «έβαλε τα καλά του» — φόρεσε τα επίσημα, τα γιορτινά τουιθ) «δεν είναι στα καλά του» — δεν είναι σε καλή διανοητική κατάσταση8. παροιμ. α) «ο καλός καλό δεν έχει» — οι χρηστοί και έντιμοι άνθρωποι συνήθως δεν προκόβουνβ) «κάμε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό» — η αγαθή πράξη έχει αξία αυτή καθ' εαυτήν και δεν πρέπει να γίνεται με ιδιοτέλειανεοελλ.-μσν.1. αξιόπιστος («καλή μαρτυρία»)2. ευχάριστος («τα καλά μαντάτα»)3. (για καταγωγή) ευγενής («από καλό αίμα», Φορτουν.)4. (για τρόπο συμπεριφοράς) ευγενής5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καλάα) τα υλικά αγαθά, τα υπάρχοντα, η περιουσία, τα πλούτηβ) προσωπικά προτερήματα, πλεονεκτήματα, αγαθές ιδιότητες («κάθε άνθρωπος έχει τα καλά του και τα κακά του»)6. το ουδ. εν. ως ουσ. το καλό(ν)α) καλή πράξη, αγαθοεργίαβ) καλοσύνη, αγαθόγ) ευεργεσία7. φρ. α) «καλή καρδιά» — καλοσύνη, προθυμίαβ) «με το καλό(ν)» — με ασφάλεια, χωρίς πάθημα («να έρθεις πάλι με το καλό»)μσν.1. άψογος2. (για νόμο ή δίκαιο) δίκαιος, αμερόληπτος3. (για αγάπη) σταθερός4. αγαπητός, προσφιλής5. πρόθυμος6. αξιόλογος, υπολογίσιμος7. χρήσιμος, ωφέλιμος8. επίλεκτος, εκλεκτός, γενναίος9. εύστοχος, αποτελεσματικός10. αντάξιος11. (για κάστρο) ισχυρός, ανθεκτικός12. σίγουρος, ασφαλής («τὰς βίγλας τὰς καλάς», Διγ. Ακρ.)13. καθαρός, γνήσιος, αμιγής («τὸ καλὸν χρυσάφιν», Σαχλίκ.)14. (ως επιτ.) αυτός που έχει μια ιδιότητα σε μεγάλο βαθμό («εἶχε ὅλους τοὺς καλύτερους ἀνδρειωμένους», Χρον. σουλτ.)15. (το ουδ. πληθ.) καλά(με αριθμτ.)ακριβώς, πάνω από («ὄμοσεν ὅρκους καλὰ χίλιους», Λίβ. και Ρόδ.)16. φρ. α) (ευχετικά) «νά 'χει (τήν) καλή του ώρα» — ας είναι ευτυχισμένοςβ) «καλὸν πωρνόν» — πολύ πρωίγ) «ἀκούω καλόν» — ακούω ευνοϊκή κρίσηδ) «εἰς τὸ καλόν (μου)» — για όφελός (μου)ε) «μὲ τὸ καλόν» — με ειρηνικό τρόπομσν.-αρχ.το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ καλόνωραιότητα, ομορφιά, σωματικό κάλλοςαρχ.1. (σε συνεκφορά με το καὶ ἀγαθός ή κἀγαθός) καλός κἀγαθός και καλοκἄγαθοςαυτός που συνδυάζει σωματικό κάλλος και ηθική τελειότητα2. (στην Αθήνα) ευγενής, ευπατρίδης, επιφανής άνδρας3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ καλόντο ηθικό κάλλος, το ηθικώς αγαθό, η αρετή4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ καλάοι τέρψεις, τα θέλγητρα, οι απολαύσεις5. φρ. α) «καλὸς εἴς τι» και «καλὸς πρός τι» — κατάλληλος, επιτήδειος σε κάτιβ) «ἐν καλῷ (ενν. τόπῳ)» — σε κατάλληλη θέσηγ) «ἐν καλῷ (ενν. χρόνῳ)» — σε κατάλληλη ώρα, στιγμή, περίσταση.επίρρ...καλά και καλώς (AM καλῶς και καλόν, Μ και καλά)1. με καλό τρόπο, ορθά, σωστά, δίκαια, ευνοϊκά2. τελείως, εντελώς3. φιλικά, ευνοϊκά4. φρ. «έχει καλώς» και «καλώς» — μάλιστα, σύμφωνοι, δέχομαι5. «καλώς έχω» — βρίσκομαι σε καλή κατάσταση, υγιαίνωνεοελλ.1. αρκετά, ικανοποιητικά(«δόξα τῳ Θεῴ, ακούω ακόμη καλά»)2. ευσυνείδητα3. επαρκώς, αποτελεσματικά4. φρ. α) «καλώς ορίσατε», «καλώς ήλθατε», «καλώς σάς βρήκαμε», «καλώς τά δέχτηκες», «καλώς τά χαίρεστε» — για χαιρετισμό, φιλοφροσύνη, κ.λπ.β) «καλώς τον (τάδε) ή την (τάδε)» και «καλώς -τον, -την, -σε, -σας» — σέ, σάς (ξανα-) βλέπω με χαράγ) «καλά-καλά» — για να επιτείνει ή να μετριάσει την έννοια τής λέξεως με την οποία συνάπτεται (α. «μέ κοίταζε καλά-καλά» — με κοίταζε επισταμένωςβ. «δεν ξημέρωσε καλά-καλά» — μόλις είχε αρχίσει να ξημερώνει)δ) «γίνομαι καλά» — αποκαθίσταται η υγεία μου, θεραπεύομαιε) «είμαι καλά» — υγιαίνωστ) «πηγαίνω καλά» — προοδεύω, προκόβωζ) «καλά που» ή «καλά και» — ευτυχώς που («καλά που τό θυμήθηκες»)η) «καλά να (τά) πάθεις» — επάξια πάσχεις, σού αξίζει αυτό που έπαθεςθ) «καλά τόν έχω» και «καλά τόν κρατώ» — δεν μού ξεφεύγειι) «καλά τόν έκαμες» και «καλά τόν διόρθωσες» — τού φέρθηκες όπως τού άρμοζεια) «τά 'χω καλά μαζί του» — είμαι φίλος του, έχω καλές σχέσεις μαζί τουιβ) «τόν κάνω καλά» — τού επιβάλλομαι, αναλαμβάνω την ευθύνη γι' αυτόν, είναι τού χεριού μουιγ) «πάει καλά» ή απλώς «καλά»i) είμαστε σύμφωνοι, δέχομαι, εντάξειii) (για ασθενή ή για δουλειά) βελτιώνεται η κατάστασηιδ) «στα καλά» και απλώς «καλά» — υπερβολικά, πολύ («τόν πήρε στα καλά τον ύπνο» — παρακοιμήθηκε)ιε) «για καλά» — επικίνδυνα («αρρώστησε για καλά»)ιστ) «καλά κάνω εγώ» ή «εγώ κάνω καλά» — αναλαμβάνω εγώ την ευθύνηιζ) «καλά-καλά» — οπωσδήποτε, ούτως ή άλλωςιη) «βαστιέμαι καλά» — βρίσκομαι σε ανθηρή οικονομική ή σωματική κατάστασηιθ) «βαστώ καλά» — αμύνομαι, αντέχωκ) «σώνει και καλά»i) επίμονα, με πείσμαii) απαραιτήτως, κατ' ανάγκηνκα) «στα καλά καθούμενα» — χωρίς αιτία και αφορμή, αδικαιολόγητα, ξαφνικά5. παροιμ. «ή χορέψτε καλά ή αφήστε το χορό» — κάθε εργασία ή πρέπει να γίνεται στην εντέλεια ή να μη γίνεται καθόλουνεοελλ.-μσν.1. επιμελώς, άρτια («ήταν καλά δασκαλεμένος»)2. διεξοδικά, λεπτομερώς3. αρμονικά4. δίκαια, νόμιμα5. σε καλή κατάσταση, χωρίς βλάβη6. σαφώς, ευκρινώς, ξεκάθαρα7. προσεκτικά8. δυνατά, στερεά9. φρ. α) «άμε καλώς» — πήγαινε στο καλόβ) «καλά και (να)» — αν και, μολονότι («καλά και ταραχή πολλή... μόδωκε το σφάλμα σου», Ερωφ.)μσν.1. αίσια, σε καλή κατάσταση2. αποδοτικά, με επιτυχία3. με επάρκεια4. καλοπροαίρετα, συνετά5. υπομονετικά6. σε μεγάλο βαθμό, πολύ7. επιδέξια8. ευχάριστα, με ευημερία9. με ασφάλεια10. ανεμπόδιστα, χωρίς περιπλοκές11. φρ. α) «καλὰ καὶ ἄν» — ακόμα και ανβ) «οὐδὲ καλά» — μόλιςγ) «ὕπα(γε) καλῶς» — στο καλόδ) «χίλια καλῶς + ορστ. ενεστ. τού ὑπάγω» — στο καλόε) «(χίλια) καλῶς (που) + αορ. ρ. που δηλώνει κίνηση» — με το καλό + το ανάλογο ρ. («χίλια καλώς εὑρήκαμεν ἐδῶώ τὴν ἀφεντιά σου»)12. (ο τ. καλόν ως επίρρ.) καλύτερα («καλὸν μὴ ἐγεννήθης» Διγ. Ακρ.)αρχ.1. (ειρωνικά) λαμπρά, θαυμάσια2. φρ. α) «καλῶς ἔχω» — είμαι, βρίσκομαι σε καλή κατάστασηβ) (ως επίρρ. έκφραση) «καλῶς ποιῶν» — δικαίως, επαξίως, ορθώςγ) «καλῶς ποιῶ τινι» — φέρομαι φιλικά σε κάποιον, περιποιούμαι κάποιονδ) «καλῶς ποιῶ» — κάνω αγαθές πράξειςε) «καλῶς πράττω» — ευτυχώστ) «ὁ καλῶς εὐδαίμων» — ο εντελώς ευτυχής, κατά πάντα ευτυχήςζ) «καλῶς ὁ ἱερεύς» — άξιος ο ιερέας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. καλός προέρχεται από καλFός και συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. kaly-āna «με ωραίους βραχίονες». Ορισμένα παράγωγα τού επιθέτου (πρβλ. κάλλος), οι συνήθεις τύποι τών παραθετικών του (πρβλ. καλλίων, κάλλιστος), καθώς και η μορφή με την οποία απαντά πολύ συχνά ο τ. ως α' συνθετικό στην Αρχαία Ελληνική καλλ(ι)-* εμφανίζουν διπλασιασμό τού -λ- (-λλ-), ο οποίος είναι δυσερμήνευτος. Στη Νέα Ελληνική όμως το επίθετο ως α' συνθετικό απαντά κυρίως με τη μορφή καλο-*. Το επίθ. καλός σχηματίζει ανώμαλα παραθετικά στην Αρχαία Ελληνική: συγκριτ. βαθμό καλλίων* (σπανιότερα καλλιώτερος και καλλώτερος) και υπερθ. βαθμό κάλλιστος* που χρησιμοποιείται και σήμερα στη Νέα Ελληνική, εμφανίζει συγκριτ. βαθμό καλύτερος* (παλιότερη γρφ. καλλίτερος). Ήδη από τον Όμηρο και σε όλη τη διάρκεια τής Αρχαίας Ελληνικής, το επίθ. καλός χρησιμοποιείται με τη γενική σημ. «ωραίος, όμορφος, ευειδής» και μόνο το ουδ. τὸ καλόν μαρτυρείται και με ηθική έννοια «ψυχική ομορφιά, αρετή». Στη φρ. καλός, κἀγαθός, η οποία αποτελούσε κοινωνική αξία και παιδαγωγικό ιδεώδες, το επίθετο καλός αναφερόταν στη σωστή ανάπτυξη τού σώματος, στο σωματικό κάλλος, ενώ το επίθετο ἀγαθός στην ψυχική, ηθική ομορφιά. Στην Αρχαία Ελληνική η λ. καλός χρησιμοποιούνταν επίσης για να δηλώσει γενικά τον χρήσιμο, αυτόν που βρίσκεται σε καλή κατάσταση και κατ' επέκτ., τον ικανό, επιτήδειο, κατάλληλο. Ειδικότερα δήλωνε επίσης αυτόν που έχει ευγενή καταγωγή, τον ευπατρίδη. Ως προς αυτές τις σημ., το καλός απαντά ως συνώνυμο τού ἀγαθός και εν μέρει ως αντίθετο τού κακός. Η λ. με την ηθική έννοια «ενάρετος, χρηστός» μαρτυρείται από την Καινή Διαθήκη και εξής όχι μόνο στο ουδ., όπως στην Αρχαία, αλλά και στα τρία γένη. Έτσι στη Νέα Ελληνική, η λ. χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν με την έννοια «καλόψυχος, τίμιος», ενώ έχει και πιο εξειδικευμένες χρήσεις, π.χ. «ωραίος, ευχάριστος» (πρβλ. καλό ταξίδι, καλός καιρός), «ευγενικός» (πρβλ. καλή συμπεριφορά), «ευσυνείδητος, φιλότιμος» (πρβλ. καλός υπάλληλος, καλός μαθητής).ΠΑΡ. καλλονή, κάλλοςαρχ.καλλοσύνη, καλότηςμσν.καλότητα(νεοελλ.-μσν.) καλοσύνη.ΣΥΝΘ. (Για τα σύνθ. με Α' συνθετικό βλ. καλλι- και καλο-). (Β' συνθετικό) απειρόκαλος, πάγκαλος, φιλόκαλοςαρχ.εθελόκαλος, μισόκαλος, υπέρκαλοςνεοελλ.αφιλόκαλος, λιόκαλος, περίκαλος].
Dictionary of Greek. 2013.